πολεμοκάπηλος

πολεμοκάπηλος
-η, -ο
αυτός που εκμεταλλεύεται (καπηλεύεται) τον πόλεμο για να κερδίσει οικονομικά οφέλη, ο έμπορος του πολέμου: Οι πολεμοκάπηλοι και θέλουν και επιδιώκουν τον πόλεμο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολεμοκάπηλος — ο, Ν αυτός που δημιουργεί πολεμική ψύχωση για ιδιοτελείς σκοπούς, έμπορος πολέμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + κάπηλος «μικροπωλητής» (πρβλ. αρχαιο κάπηλος)] …   Dictionary of Greek

  • κάπηλος — (I) ο (AM κάπηλος, ὁ Α και κάπηλος, ἡ) 1. ο ταβερνιάρης, ο κάπελας («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», Λουκιαν.) 2. αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με… …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”