- πολεμοκάπηλος
- -η, -οαυτός που εκμεταλλεύεται (καπηλεύεται) τον πόλεμο για να κερδίσει οικονομικά οφέλη, ο έμπορος του πολέμου: Οι πολεμοκάπηλοι και θέλουν και επιδιώκουν τον πόλεμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.